Η Κέρκυρα είναι το βορειότερο νησί των Επτανήσων και αποτελεί αναπόσπαστο γεωγραφικό, ιστορικό και πολιτιστικό στοιχείο τους. Στο μυχό της Αδριατικής Θάλασσας και του Ιονίου Πελάγους, η Κέρκυρα, με κομβική γεωγραφική θέση στη Μεσόγειο, αποκτά έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα ως γέφυρα συνάντησης και ανταλλαγής. Σε συνδυασμό με τη θάλασσα και τη σπάνια φυσική της ομορφιά η πολιτισμική φυσιογνωμία του νησιού συνδυάζει με περίσσια χάρη τα στοιχεία τόσο της ευρωπαϊκής Δύσης όσο και της ευρωπαϊκής Ανατολής.
Οι πρώτες αρχαιολογικές μαρτυρίες για την παρουσία των πρώτων κατοίκων στο νησί τοποθετούνται χρονικά στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (50.000 40.000 π.Χ.) και εντοπίζονται σε σπήλαια της Κέρκυρας. Ωστόσο, τα πρώτα ίχνη κατοικίας χρονολογούνται μετά το τέλος της Νεολιθικής και στην αρχή της Εποχής του Χαλκού (2ηχιλιετία π.Χ.) Στην Οδύσσεια του Ομήρου η Κέρκυρα αναφέρεται ως Σχερία. Κάτοικοί της είναι οι Φαίακες, ναυτικός και φιλόξενος λαός, απόγονοι του μυθολογικού γενάρχη Φαίακα, που γεννήθηκε στο νησί ως καρπός της ερωτικής ένωσης του θεού της θάλασσας Ποσειδώνα με τη νύμφη Κέρκυρα ή Κόρκυρα. Ο Οδυσσέας κατά τις περιπλανήσεις του μετά τον Τρωικό Πόλεμο φτάνει στην Κέρκυρα, όπου γνωρίζει τη φιλοξενία του βασιλιά Αλκίνοου και της κόρης του Ναυσικάς. Ιδιαίτερα, η συνάντησή τουμε τη Ναυσικά είναι ένα από τα πιο λυρικά επεισόδια της Οδύσσειας.
Η αρχαία πόλη της Κέρκυρας τοποθετείται στη σημερινή Παλαιόπολη, τη στενή δηλαδή λωρίδα γης που ξεκινάει από το προάστιο Γαρίτσα και τελειώνει στο ακρωτήριο Κανόνι. Είναι αποικία των Κορινθίων, που εγκαθίστανται στην περιοχή το β΄ μισό του 8ουπ.Χ. αιώνα με αρχηγό οικιστή τον Χερσικράτη και πιθανόν το 734 π.Χ. Η γεωγραφική θέση σε νευραλγικό στρατηγικό σημείο στον εμπορικό δρόμο από και προς τη Δύση επιτρέπει στην πόλη μία ταχεία και ανεξάρτητη ανάπτυξη. Έτσι, μεθοδεύει την ανεξαρτησία της από τη μητρόπολη Κόρινθο, την οποία και επιτυγχάνει με τη ναυμαχία του 664 π.Χ., την αρχαιότερη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων, σύμφωνα με το μεγάλο ιστορικό Θουκυδίδη. Αργότερα, η Κέρκυρα αποκτά σταδιακά τόσο μεγάλη οικονομική δύναμη, ώστε να διοικεί το μεγαλύτερο στόλο στην αρχαία Ελλάδα μετά την Αθήνα.
Την ίδια περίοδο (7ος και 6ος αιώνας π.Χ.) η οικονομική ισχύς γεννά ως φυσικό επακόλουθο και μεγάλη καλλιτεχνική ανάπτυξη. Οι μεγάλοι ναοί, τα μνημεία και τα έργα που οικοδομούνται αναδεικνύουν τη δύναμη της πόλης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πολιτιστικής άνθησης αποτελούν στην Παλαιόπολη ο αρχαϊκός ναός στο Καρδάκι και o ναός της Αρτέμιδος Γοργούς, με το μεγαλύτερο γνωστό αέτωμα της Αρχαϊκής Εποχής, που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Παράλληλα, όμως, ο συνεχής ανταγωνισμός με την Κόρινθο για την επικράτηση στη νευραλγική θαλάσσια περιοχή καθώς και η φιλική διάθεση των Κερκυραίων προς την Αθήνα προκαλούν συχνά πολεμικές συγκρούσεις. Σημαντικότερες είναι η μεγάλη ναυμαχία στα Σύβοτα της ηπειρωτικής γης το 433 π.Χ. και αργότερα η εξίσου καταστροφική εμπλοκή του νησιού στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ), του οποίου υπήρξε και η αφορμή.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ακολουθούν σηματοδότησαν ουσιαστικά την αρχή μιας σταδιακής αποδυνάμωσης και κατάρρευσης της δύναμης της νήσου σε κάθε επίπεδο. Έτσι, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα στην Αθηναϊκή Συμμαχία και τη Σπαρτιακή Ηγεμονία, η Κέρκυρα γνωρίζει το 375 π.Χ. μία ακόμα καταστροφική πολιορκία από τον Λακεδαιμόνιο στρατηγό Μνάσσιπο, όπως διηγείται ο Ξενοφώντας. Στη συνέχεια, η σταδιακή αύξηση της δύναμης των Ελλήνων του Βορρά, των Μακεδόνων, που αντικαθιστούν τους νότιους Έλληνες, Αθηναίους και Σπαρτιάτες, στην ηγεμονία των ελληνικών πραγμάτων, βρίσκει πάλι την Κέρκυρα σε διάφορα στρατόπεδα συμμαχιών με Ιλλυριούς, Αθηναίους, Ηπειρώτες και Συρακούσιους καθώς και σε διαδοχικές πολιορκίες και καταλήψεις. Μέσα στη γενικότερη αμφίρροπη πολιτική κατάσταση στην Αδριατική κατά τις επόμενες δεκαετίες και υπό την απειλή εχθρικών εισβολών και επιδρομών η Κέρκυρα το 229 π.Χ. προσχωρεί αυτοβούλως στη Ρώμη, πρώτη από όλες τις ελληνικές πόλεις.
Επόμενο > |
---|