Το κτιριακό συγκρότημα, αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο Κυρά Αντιβουνιώτισσα, αποτελεί ένα από τα παλαιότερα και πλουσιότερα εκκλησιαστικά μνημεία της πόλης. Ευρίσκεται στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης της Κέρκυρας, στην περιοχή Καμπιέλλο. Στο συγκρότημα παρέχεται πρόσβαση τόσο από την οδό Προσφόρου όσο και από τη μνημειακή «σκαλινάδα», που ξεκινάει από την οδό Αρσενίου και σήμερα είναι παραλιακός δρόμος πάνω στα κατεδαφισθέντα άλλοτε θαλάσσια βόρεια τείχη της πόλης, γνωστά και ως «Μουράγια». Η ονομασία Αντιβουνιώτισσα προέρχεται από τοπωνύμιο και συγκεκριμένα από τη θέση του ναού στο λόφο Αντιβούνι. Αυτός ο λόφος βρίσκεται απέναντι από το λόφο Οβριοβούνι, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι Εβραίοι, πριν οικοδομήσουν την εβραϊκή συνοικία στις παρυφές του Νέου Φρουρίου στο τέλος του 16ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε, όμως, αν ο ναός αφιερώθηκε εξαρχής στη Θεοτόκο, υπόθεση που ίσως στηρίζεται στη σωζόμενη επιζωγραφισμένη τοιχογραφία με την παράσταση του Παντοκράτορα στα δεξιά του τέμπλου. Στη θέση αυτή, τοποθετείται συνήθως στην Κέρκυρα, η εικόνα του αγίου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός. Ωστόσο, η εκκλησία πολύ γρήγορα αφιερώθηκε στην Παναγία και συγκεκριμένα στη Θεοτόκο των «Επιλοχίων», που τιμάται από την ορθόδοξη Εκκλησία στις 26 Δεκεμβρίου, εορτή που είναι γνωστή ως Σύναξη της Θεοτόκου. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και η κατά παράδοση λειτουργία του ναού τη συγκεκριμένη ημέρα και το Αντιμήνσιο του Σκευοφυλακίου (βλ. σελ. 270)
Μέχρι σήμερα, από τις λίγες ουσιαστικά αρχειακές έρευνες στο πολύ σημαντικό και πλούσιο Αρχείο Κέρκυρας προκύπτει ότι ο ναός είχε ήδη οικοδομηθεί στα τέλη του 15ου αιώνα. Συγκεκριμένα, σε συμβολαιογραφική πράξη του 1497 (Συμβ. Μ245, φ. 68r) αναφέρεται η Αντιβουνιώτισσα ως ενοριακός ναός «…ενορία της Υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιβουνιώτισσας…». Η αναφορά αυτή υποδηλώνει την ίδρυση του ναού αρκετά πριν τη χρονολογία που φέρει η συμβολαιογραφική πράξη. Κατά συνέπεια, η Αντιβουνιώτισσα αποτελεί έναν από τους παλαιότερους ναούς της πόλης της Κέρκυρας, που χτίστηκε στο «μπόργο», έξω από το Παλαιό Φρούριο, πολύ πριν η πόλη περιτειχιστεί από τους Βενετούς. Επιπλέον, σε συμβόλαιο του 1558 (Συμβ. Μ.190, βιβλίο 2, φ 88r) αναγράφεται ότι ο ναός είναι κτητορικός και συναδελφικός (δηλ. τη διαχείρισή του ασκούσαν οι «αδελφοί»), όπως οι περισσότεροι ναοί της Κέρκυρας κατά τη Βενετοκρατία, και ανήκει σε σημαντικές κερκυραϊκές οικογένειες, που συνδέονται με το ναό στην πορεία των αιώνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας οικοδομείται μεγάλος αριθμός ναών. Διακρίνονται σε κτητορικούς ή ιδιόκτητους ναούς, που χτίζονται από συγκεκριμένα άτομα ή οικογένειες, σε συναδελφικούς, που ανήκουν σε αδελφότητες, καθώς και σε δημόσιους ναούς, που ήταν οι λιγότεροι. Συχνά, σε έγγραφα της εποχής και συγκεκριμένα σε συμβόλαιο του 1579 ο ναός της Αντιβουνιώτισσας αναφέρεται και ως «μονή». Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζονται συχνά όλοι σχεδόν οι ναοί της Κέρκυρας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι λειτουργούσαν ως οργανωμένα μοναστήρια. Παράλληλα, ο ναός χρησιμοποιείται και ως νεκροταφείο, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής να θάβονται οι νεκροί μέσα στις εκκλησίες. Η συνήθεια αυτή, που προέρχεται από δυτική επίδραση, καταργείται το 1840 με την ίδρυση Δημοτικού Κοιμητηρίου στο προάστιο της Γαρίτσας.
Οικογένειες ευγενών, εύποροι Κερκυραίοι αλλά και ανώτατοι κληρικοί διατηρούν οικογενειακούς τάφους στην Αντιβουνιώτισσα είτε ως «κτήτορες» ή «αδελφοί», καθώς έχουν ιδιοκτησιακή ή διαχειριστική σχέση με το ναό, είτε ως ιερουργοί του ναού ή ακόμα ως αφιερωτές σημαντικών περιουσιακών στοιχείων και χρημάτων. Ενδεικτικά, αναφέρονται γνωστές οικογένειες ευγενών, όπως Αλαμάνου, Βαρούχα, Βερβιτσιώτη, Βούλγαρι, Γαλιέλου, Γεροπέτρη, Δετζώρτζη, Θεοτόκη, Ιουστινιάν, Καποδίστρια, Κουαρτάνου, Λεοντάρη, Λουκάνη, Μπούα, Ούγκαρου, Πετρετήν, Προσαλένδη, Ρεκελέτη, Ριζικάρη, Ροδόσταμου, Ροδίτη, Κιγάλα και Χαλικιόπουλου. Σήμερα, οι ταφόπλακες που σώζονται στο δάπεδο του ναού φέρουν ακόμη οικόσημα ή ονόματα τέτοιων οικογενειών. Ο ναός γνωρίζει μεγάλη ακμή κυρίως κατά το 17ο αιώνα. Καθώς αποκτά μεγάλη κτηματική περιουσία και φήμη, πολλοί επιθυμούν να ταφούν σε αυτόν. Το μέγεθός του, τα πλούσια κειμήλια, τα αργυρά μανουάλια και κανδήλια, οι εξαιρετικές φορητές εικόνες και τα επιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα κορνιζώματα μαρτυρούν το πλούσιο παρελθόν του. Στις αρχές του 19ουαιώνα, όμως, η κακή διαχείριση του ναού οδηγεί σε ένδεια οικονομικών πόρων, που δεν διαρκεί πολύ, καθώς αργότερα ο ναός ανακάμπτει οικονομικά. Στις αρχές του 20ου αιώνα επίσημη κρατική απόφαση αναγνωρίζει ως κτήτορεςιδιοκτήτες του ναού τις οικογένειες Αλαμάνου, Γουλή, Καλογερά, Λαζαρά, Μυλωνοπούλου, Δόρια-Προσαλέντη, Ριζακάρη και Σκάρπα (ΦΕΚ, τ.Α 233/3101919), οι περισσότεροι εκ των οποίων παραιτούνται αργότερα των δικαιωμάτων τους.
To 1979 οι ιδιοκτήτριες οικογένειες Μυλωνοπούλου, Ριζικάρη και Σκάρπα αποφασίζουν να παραχωρήσουν στο Ελληνικό Δημόσιο το συγκρότημα της Αντιβουνιώτισσας μαζί με όλα τα πλουσιότατα κινητά του εξαρτήματα (εικόνες, κειμήλια κ.ά.). Η δωρεά αυτή πραγματοποιείται υπό τον όρο ο ναός να αναστηλωθεί σε διάστημα πέντε ετών, να λειτουργήσει ως Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης και να τελείται η Θεία Λειτουργία κάθε χρόνο στις 26 Δεκεμβρίου, ημέρα της εφέστιας γιορτής του ναού (συμβολαιογραφική πράξη δωρεάς στις 22-11-979). Ακολουθεί μία δύσκολη περίοδος γραφειοκρατικών εμποδίων, προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να αποδεχθεί τη δωρεά και να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που αυτή όριζε. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε παροιμιώδης και πασίγνωστη η ακούραστη προσπάθεια της αείμνηστης Αγάθης Μυλωνοπούλου Κόπιτσα προς την κατεύθυνση αυτή. Τελικά, λίγο πριν εκπνεύσει η χρονική ρήτρα της δωρεάς, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες ανταποκρίνονται στα αιτήματά της, υπό τον κίνδυνο να επιστραφεί η Αντιβουνιώτισσα στους κτήτορές της και να ακυρωθεί η δωρεά προς το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, αφού αντιμετωπίζονται μόνο τα μεγάλα στατικά προβλήματα στην τοιχοποιία του ναού με τις άκρως απαραίτητες αναστηλωτικές και στερεωτικές εργασίες, η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, τότε Υπουργός Πολιτισμού, εγκαινιάζει στις 21 Μαΐου 1984 το Μουσείο με την πλούσια συλλογή των συντηρημένων φορητών εικόνων και ορισμένων κειμηλίων. Στον ίδιο χώρο μεταφέρονται και εκτίθενται οι εικόνες από την παλιά Χριστιανική Συλλογή του Σινοϊαπωνικού Μουσείου (σημερινό Μουσείο Ασιατικής Τέχνης), που στεγάζεται στα Παλαιά Ανάκτορα στη Σπιανάδα. Ωστόσο, τα σοβαρά κτιριακά προβλήματα, που δεν λύθηκαν στην επέμβαση του 1984, συνεχίζουν να υπάρχουν και αφορούν κυρίως τις στέγες, την ξυλόγλυπτη ουρανία του ναού, τη μεγάλη υγρασία του δαπέδου καθώς και την έλλειψη προσωπικού. Το Μουσείο λειτουργεί για πέντε χρόνια, αλλά το 1989 αναγκάζεται να διακόψει τη λειτουργία του.